- παναπόστροφος
- παναπόστροφος, -ον (Α)(για τα ουράνια σώματα) τελείως αντίστροφος, ολωσδιόλου αντίθετος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ἀπόστροφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παναπόστροφον — παναπόστροφος entirely opposite masc/fem acc sg παναπόστροφος entirely opposite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)